- μυλητικὴ
- μῠλ-ητικὴ ἔμπλαστρος, remedyA for toothache, Gal.12.877.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μυλητικός — μυλητικός, ή, όν (Α) φρ. «μυλητική ἔμπλαστρος» είδος φαρμάκου κατά τού πονόδοντου. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύλη + κατάλ. ητικός, πιθ. μέσω αμάρτυρου *μυλητός (< μυλοῦμαι)] … Dictionary of Greek